αρχιραβίνος

αρχιραβίνος
hahambaşı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αρχιραβίνος — ο ο προϊστάμενος των ραβίνων (των ιερέων) μιας ισραηλιτικής κοινότητας: Στην τελετή παραβρέθηκε και ο αρχιραβίνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχιραβίνος — ο ο επικεφαλής των ραβίνων μιας ισραηλιτικής θρησκευτικής κοινότητας …   Dictionary of Greek

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”